22 Μαΐου 2011

O Γιάννης Νένες για το "Flaneur" και των ήχο των cafes...

● ● ● Τα κέντρα των πόλεων, καταλαβαίνεις ότι ζούνε, από τον ήχο τους. Είναι ο ήχος των cafés, η ζεστή θολούρα του ηχητικού φόντου από ομιλίες και ελαφρά χάχανα, κουταλάκια του εσπρέσο που χτυπάνε ανακατεύοντας επάνω στην πορσελάνη, πνιχτά κινητά που βαράνε ρίνγκτόουνς «marimba», μία καρέκλα που τρίζει στα μωσαϊκά, αστεία, κουτσομπολιά και ερωτικά ψευδίσματα σαν θρύμματα μηλόπιτας στο πιατάκι της πόλης. Λίγο πιο κοντά στην ακοή σου, τρισδιάστατα, ήχοι από φύλλα εφημερίδας να τσαλακώνονται στο ξεφύλλισμά τους, η μυρωδιά του δικού σου καφέ και η παγωνιά της τζαμαρίας να σου δροσίζει τη μία πλευρά του προσώπου σου. Κάθεσαι στον πάγκο, κυλάει μπροστά σου το ποτάμι της πόλης με τους διαβάτες της και πίσω από την πλάτη σου θροΐζει ο ήχος των καφενείων, ο θόρυβος της μικρής κοινότητας που θέλει να ζήσει την ειρηνική της πλήξη με λεπτομέρειες καφεΐνης και υπερπληροφόρησης.
● ● ● Ο Γιώργης Χριστοδούλου έχει πιάσει ακριβώς αυτή τη θαλπωρή των cafés, τα λιμάνια της επιβίωσης στην πόλη, και κυριολεκτικά την ηχογράφησε, τη μιξάρισε με τον ήχο των τραγουδιών στο καινούργιο του άλμπουμ «flâneur*». Οι αδέσποτοι Eυρωπαίοι είναι άνθρωποι που ταξιδεύουν για τον έρωτα και την τέχνη. Είναι οι μπον βιβέρ της εποχής που ξεμπέρδεψε με τα θλιβερά διαδικαστικά (bookings, επαφές, internet) και τώρα περιδιαβαίνει τις μουσικές και τις λεωφόρους απολαμβάνοντας της κρυφή γοητεία του περιστασιακού. Ίσως ο Γιώργης να παραείναι καλός (στο καλλιτεχνικό του βιογραφικό) για να εμπνέει την ανάλαφρη κατάρα ενός «περιπλανώμενου flâneur». Το παιδικό του πρόσωπο και το κουταβίσιο βλέμμα του ίσως να μην υπονοούν τη μοναξιά ενός θαμώνα σε ένα μπαρ της Βαρκελώνης –όλοι στριμώχνονται ποιος θα τον περιθάλψει πρώτος, φαντάζομαι– όμως είναι ένας τέλειος αρτίστας, ώστε να μπορεί να το βιώσει, για να επιβιώσει.
● ● ● Σχεδόν απολαμβάνοντας τη «γλυκιά εκδίκηση» προς την μπουζουκοξεσκισμένη πατρίδα, περιορίζεται σε ένα «πράσινο μπαλκόνι – μάλλον όχι· μπουάτ καλύτερα, «κουτί τρυφερής ασφαλείας στην Πλάκα» από τη μια και στη Βαρκελώνη από την άλλη, που είναι η πόλη του πια. Ισπανόφωνα τραγούδια και ποιήματα, γαλλικά σανσόν με μία νοσταλγία δυσανάλογη της ηλικίας του – αλλά κατανοητή, λόγω της lounge, πολυτελούς φωνής, ήχοι από παιδικά παιχνίδια, ακορντεόν, μαζί του η Joanna Swan των πολυακουσμένων (και στα αθηναϊκά ραδιόφωνα) Illya, ένα πιάνο, παλιά βαλς, ισπανικές κιθάρες, ένα hammond, βήματα στην παλιά γειτονιά της Carrer Joaquin Costa της Barcelone και ήχοι της πόλης. Το ζαβαρακατρανέμια-πως-το-είπε-ο-Γανωτής της συγχυσμένης θολούρας ή, στην περίπτωση του Γιώργη, η χαοτική μικρο-επικοινωνία της μοναξιάς, η μυρωδιά του καφέ, η πίκρα ενός διπλού λικέρ σε ποτήρι ακουμπισμένο σε κρύο μάρμαρο και ζεστή καρδιά. 
● ● ● Η Αθήνα. Θα την αγαπήσουμε ξανά μόνο χάρη στα μπαλκόνια και στα cafés της.

Ολόκληρο το κείμενο στη στήλη της Athens Voice, Panikoval 500

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου